γεώφυτα

γεώφυτα
τα
φυτά τα οποία ακόμα και μετά την περίοδο της βλάστησης, χάρη σε ορισμένα υπόγεια όργανά τους (κονδύλους, βολβούς), έχουν την ικανότητα να βλασταίνουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεώφυτα — τα φυτά τών οποίων τα όργανα συντήρησης (οφθαλμοί, μυκήλιο κλπ.) βρίσκονται μέσα στο χώμα …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”